- προηγόρῳ
- προήγοροςone who speaks in behalf ofmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηγορῶ — προηγορέω to be spokesman for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προηγορέω to be spokesman for pres ind act 1st sg (attic epic doric) προηγορῶ , προηγορέω to be spokesman for pres subj act 1st sg (attic epic doric) προηγορῶ , προηγορέω to be … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηγορώ — έω, δωρ. τ. προαγορέω, Α [προήγορος] 1. είμαι συνήγορος κάποιου στο δικαστήριο, συνηγορώ, υπερασπίζω κάποιον («προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης», Ξεν.) 2. (για Ρωμαίους υπάτους) είμαι αρχαιότερος στη σειρά 3. (στον δωρ. τ.) προαγορέω έχω το αξίωμα… … Dictionary of Greek
προαγορώ — έω, Α (δωρ. τ.) βλ. προηγορῶ … Dictionary of Greek